μουφλούζης, -α, -ικο

μουφλούζης, -α, -ικο
(λ. τουρκ.), αυτός που έχασε την περιουσία του, ο χρεοκόπος: Είναι μουφλούζης και ζητάει δανεικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μουφλούζης — α, ικο (Μ μουφλούζης, α, ικο) (ως επίθ. και ως ουσ.) χρεωκοπημένος, αυτός που έχει πτωχεύσει, που έχει καταρρεύσει οικονομικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muflus] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”